πράκτωρ

πράκτωρ
4233 πράκτωρ
{сущ., 2}
палач, истязатель, исполнитель судебных приговоров (Лк. 12:58).*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "πράκτωρ" в других словарях:

  • πράκτωρ — one who does masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρακτόρων — πράκτωρ one who does masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πράκτορα — πράκτωρ one who does masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πράκτορας — πράκτωρ one who does masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πράκτορες — πράκτωρ one who does masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πράκτορι — πράκτωρ one who does masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πράκτορος — πράκτωρ one who does masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πράκτορσι — πράκτωρ one who does masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πράκτορσιν — πράκτωρ one who does masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πράκτορας — ο, η / πράκτωρ, ορος, ΝΑ, θηλ. και πρακτόρισσα, Ν, και πρακτόρεια, Α νεοελλ. 1. (νομ.) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διεκπεραιώνει, με αμοιβή, ξένες υποθέσεις ή παρέχει συμβουλές και πληροφορίες κατά τις συναλλαγές, όπως λ.χ. για αγορά πραγμάτων,… …   Dictionary of Greek

  • πράκτορ' — πράκτορα , πράκτωρ one who does masc acc sg πράκτορι , πράκτωρ one who does masc dat sg πράκτορε , πράκτωρ one who does masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»